Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΣΣΕΡΑ

«Όπου Πας Εσύ θα Πάω και Εγώ»

«Όπου Πας Εσύ θα Πάω και Εγώ»

1, 2. (α) Περιγράψτε το ταξίδι της Ρουθ και της Ναομί, καθώς και τη βαριά θλίψη τους. (β) Πώς διέφερε το ταξίδι της Ρουθ από της Ναομί;

Η ΡΟΥΘ βάδιζε στο πλάι της Ναομί καθώς διέσχιζαν τα ανεμοδαρμένα υψίπεδα του Μωάβ. Ήταν πια ολομόναχες, δυο μικροσκοπικές φιγούρες μέσα στην απέραντη ερημιά. Φανταστείτε τη Ρουθ να παρατηρεί ότι οι απογευματινές σκιές είχαν μακρύνει και, κοιτώντας την πεθερά της, να αναρωτιέται αν είχε φτάσει η ώρα να βρουν πού θα διανυκτερεύσουν. Αγαπούσε πάρα πολύ τη Ναομί και θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να τη φροντίσει.

2 Η καρδιά της καθεμιάς ήταν βαριά σαν πέτρα από τη θλίψη. Παρότι η Ναομί είχε χηρέψει εδώ και χρόνια, πενθούσε για πιο πρόσφατες απώλειες​—για το θάνατο των δυο γιων της, του Χελαιών και του Μααλών. Και η Ρουθ ένιωθε θλίψη. Ο Μααλών ήταν σύζυγός της. Αυτή και η Ναομί κατευθύνονταν στον ίδιο προορισμό, τη Βηθλεέμ του Ισραήλ. Από μια άποψη, όμως, οι δρόμοι τους διέφεραν. Η Ναομί γύριζε στην πατρίδα της. Η Ρουθ όδευε προς το άγνωστο, αφήνοντας πίσω τους συγγενείς της, τον τόπο της και όλα του τα έθιμα​—μαζί και τους θεούς του.​Διαβάστε  Ρουθ 1:3-6.

3. Οι απαντήσεις σε ποιες ερωτήσεις θα μας βοηθήσουν να μιμούμαστε την πίστη της Ρουθ;

3 Γιατί θα έκανε μια νέα γυναίκα αυτή την τόσο ριζική αλλαγή; Πού θα έβρισκε η Ρουθ το κουράγιο να γυρίσει σελίδα στη ζωή της αλλά και να φροντίσει τη Ναομί; Μαζί με τις απαντήσεις, θα ανακαλύψουμε πολλά αξιομίμητα χαρακτηριστικά στην πίστη της Ρουθ της Μωαβίτισσας. (Βλέπε επίσης το πλαίσιο « Αριστούργημα σε Μικρογραφία».) Κατ’ αρχάς, ας δούμε πώς κατέληξαν αυτές οι δυο γυναίκες να κάνουν το μακρύ ταξίδι προς τη Βηθλεέμ.

Η Συμφορά Διαλύει μια Οικογένεια

4, 5. (α) Γιατί εγκαταστάθηκε η οικογένεια της Ναομί στον Μωάβ; (β) Ποιες δοκιμασίες αντιμετώπισε η Ναομί στον Μωάβ;

4 Η Ρουθ μεγάλωσε στον Μωάβ, μια μικρή χώρα στα ανατολικά της Νεκράς Θαλάσσης, γεμάτη οροπέδια με αραιή βλάστηση τα οποία τέμνονταν από βαθιά φαράγγια. Η «περιοχή του Μωάβ» είχε αποδειχτεί πολλές φορές εύφορη γη, ακόμη και όταν η πείνα μάστιζε τον Ισραήλ. Μάλιστα, με αυτή την αφορμή γνώρισε η Ρουθ τον Μααλών και την οικογένειά του.​—Ρουθ 1:1.

5 Μια πείνα στον Ισραήλ είχε πείσει το σύζυγο της Ναομί, τον Ελιμέλεχ, ότι έπρεπε να ξενιτευτεί με τη γυναίκα του και τους δυο γιους του και να εγκατασταθούν ως πάροικοι στον Μωάβ. Αυτή η μετακίνηση πρέπει να δοκίμασε την πίστη του καθενός τους, εφόσον οι Ισραηλίτες είχαν την υποχρέωση να αποδίδουν τακτικά λατρεία στον ιερό τόπο που είχε ορίσει ο Ιεχωβά. (Δευτ. 16:16, 17) Η Ναομί κατάφερε να κρατήσει ζωντανή την πίστη της. Ωστόσο, ένιωσε αβάσταχτη θλίψη όταν έχασε το σύζυγό της.​—Ρουθ 1:2, 3.

6, 7. (α) Γιατί μπορεί να ανησυχούσε η Ναομί όταν οι γιοι της παντρεύτηκαν Μωαβίτισσες; (β) Γιατί ήταν αξιέπαινη η συμπεριφορά της Ναομί προς τις νύφες της;

6 Πιθανότατα, η Ναομί αργότερα πόνεσε και πάλι, όταν οι γιοι της παντρεύτηκαν Μωαβίτισσες. (Ρουθ 1:4) Ήξερε ότι ο γενάρχης της, ο Αβραάμ, κίνησε γη και ουρανό προκειμένου να βρει για το γιο του, τον Ισαάκ, σύζυγο από τους συγγενείς του που λάτρευαν τον Ιεχωβά. (Γέν. 24:3, 4) Μετέπειτα, ο Μωσαϊκός Νόμος προειδοποιούσε τους Ισραηλίτες να μην αφήνουν τους γιους και τις κόρες τους να παντρεύονται αλλοεθνείς, για να μην οδηγηθεί ο λαός του Θεού στην ειδωλολατρία.​—Δευτ. 7:3, 4.

7 Εντούτοις, ο Μααλών και ο Χελαιών παντρεύτηκαν Μωαβίτισσες. Παρά την ανησυχία ή την απογοήτευσή της, η Ναομί προφανώς εκδήλωνε γνήσια καλοσύνη και αγάπη προς τις δυο νύφες της, τη Ρουθ και την Ορφά. Ενδεχομένως έλπιζε ότι κάποια μέρα θα λάτρευαν και αυτές τον Ιεχωβά όπως εκείνη. Πάντως, η Ρουθ και η Ορφά τη συμπαθούσαν. Αυτή η καλή σχέση τις βοήθησε όταν τις βρήκε η συμφορά. Και οι δυο κοπέλες έμειναν χήρες προτού γεννήσουν παιδιά.​—Ρουθ 1:5.

8. Τι μπορεί να έλκυσε τη Ρουθ στον Ιεχωβά;

8 Είχε προετοιμάσει τη Ρουθ η θρησκεία της για μια τέτοια συμφορά; Πολύ απίθανο. Οι Μωαβίτες λάτρευαν πολλούς θεούς, με κυριότερο τον Χεμώς. (Αριθ. 21:29) Φαίνεται πως η θρησκεία τους δεν αποτελούσε εξαίρεση όσον αφορά τη βαναυσότητα και τις φρικαλεότητες εκείνης της εποχής, όπως ήταν οι θυσίες παιδιών. Οτιδήποτε μάθαινε η Ρουθ από τον Μααλών ή τη Ναομί σχετικά με τον στοργικό και ελεήμονα Θεό του Ισραήλ, τον Ιεχωβά, σίγουρα ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με όσα ήξερε. Η κυριαρχία του Ιεχωβά βασιζόταν στην αγάπη, όχι στον τρόμο. (Διαβάστε Δευτερονόμιο 6:5) Ύστερα από την οδυνηρή της απώλεια, η Ρουθ μπορεί να δέθηκε ακόμη περισσότερο με τη Ναομί και να κρεμόταν από τα χείλη της καθώς η ηλικιωμένη γυναίκα μιλούσε για τον παντοδύναμο Θεό, τον Ιεχωβά, για τα θαυμαστά του έργα και για το στοργικό και ελεήμονα τρόπο με τον οποίο φερόταν στο λαό του.

Ενεργώντας σοφά, η Ρουθ δέθηκε με τη Ναομί σε καιρό θλίψης και απώλειας

9-11. (α) Τι αποφάσισε η Ναομί, η Ρουθ και η Ορφά; (β) Τι μαθαίνουμε από τις συμφορές που βρήκαν τη Ναομί, τη Ρουθ και την Ορφά;

9 Όσο για τη Ναομί, εκείνη διψούσε για νέα από την πατρίδα της. Κάποια μέρα, άκουσε, ίσως από έναν περιοδεύοντα έμπορο, ότι η πείνα στον Ισραήλ είχε περάσει. Ο Ιεχωβά είχε στρέψει την προσοχή του στο λαό του. Η Βηθλεέμ​—τοπωνύμιο που σημαίνει «Οίκος Ψωμιού»—​ανταποκρινόταν και πάλι στο όνομά της. Η Ναομί, λοιπόν, αποφάσισε να γυρίσει πίσω.​—Ρουθ 1:6.

10 Τι θα έκανε η Ρουθ και η Ορφά; (Ρουθ 1:7) Τα κοινά τους βάσανα τις είχαν δέσει με τη Ναομί. Ιδίως τη Ρουθ φαίνεται πως την είχε κερδίσει η καλοσύνη της και η ακλόνητη πίστη της στον Ιεχωβά. Οι τρεις χήρες ξεκίνησαν μαζί για τον Ιούδα.

11 Το βιβλίο της Ρουθ μάς υπενθυμίζει ότι όλοι ανεξαιρέτως υφίστανται συμφορές και απώλειες, είτε είναι καλοί και έντιμοι είτε κακοί. (Εκκλ. 9:2, 11) Μας δείχνει επίσης πως, όταν αντιμετωπίζουμε κάποια αβάσταχτη απώλεια, είναι σοφό να αναζητούμε παρηγοριά και συμπαράσταση από άλλους​—κυρίως από όσους ζητούν καταφύγιο στον Ιεχωβά, τον Θεό που λάτρευε η Ναομί.​—Παρ. 17:17.

Η Όσια Αγάπη της Ρουθ

12, 13. Γιατί ήθελε η Ναομί να επιστρέψουν στα σπίτια τους η Ρουθ και η Ορφά αντί να πάνε μαζί της, και πώς αντέδρασαν αρχικά οι δυο κοπέλες;

12 Καθώς οι τρεις χήρες συνέχιζαν το δρόμο τους, μια άλλη έγνοια άρχισε να βασανίζει τη Ναομί. Σκεφτόταν τις δυο κοπέλες που την ακολουθούσαν και την αγάπη τους για την ίδια και τους γιους της. Δεν άντεχε στη σκέψη ότι τώρα θα έκανε βαρύτερο το φορτίο τους. Αν άφηναν την πατρίδα τους και την ακολουθούσαν, τι μπορούσε να τους προσφέρει στη Βηθλεέμ;

13 Τελικά, η Ναομί είπε: «Πηγαίνετε, επιστρέψτε η καθεμιά στο σπίτι της μητέρας της. Είθε ο Ιεχωβά να εκδηλώσει στοργική καλοσύνη προς εσάς, όπως εκδηλώσατε εσείς προς τους άντρες που τώρα είναι νεκροί και προς εμένα». Επιπλέον, ευχήθηκε να τις ανταμείψει ο Ιεχωβά με καινούριους συζύγους και καινούρια ζωή. «Κατόπιν τις φίλησε», αναφέρει η αφήγηση, «και εκείνες ύψωσαν τη φωνή τους και έκλαιγαν». Δεν απορεί κανείς που η Ρουθ και η Ορφά ήταν τόσο δεμένες με αυτή την καλόκαρδη και ανιδιοτελή γυναίκα. Και οι δυο τους επέμεναν: «Όχι! Μαζί σου θα επιστρέψουμε στο λαό σου».​—Ρουθ 1:8-10.

14, 15. (α) Σε τι επέστρεψε η Ορφά; (β) Πώς προσπάθησε η Ναομί να πείσει τη Ρουθ να φύγει;

14 Η Ναομί, όμως, δεν μεταπείστηκε τόσο εύκολα. Αντέτεινε λογικά ότι δεν μπορούσε να τους προσφέρει τίποτα στον Ισραήλ, εφόσον δεν είχε ούτε σύζυγο να τη συντηρεί ούτε γιους να τις παντρευτούν, και καμιά πιθανότητα να αποκτήσει το ένα ή το άλλο. Το γεγονός ότι αδυνατούσε να τις φροντίσει την πίκραινε πολύ. Όσον αφορά την Ορφά, τα λόγια της Ναομί έπιασαν τόπο. Στον Μωάβ την περίμεναν συγγενείς, μητέρα και σπιτικό. Όντως, φαινόταν πιο πρακτικό να μείνει εκεί. Έτσι λοιπόν, με βαριά καρδιά, αποχαιρέτησε τη Ναομί φιλώντας την και πήρε το δρόμο του γυρισμού.​—Ρουθ 1:11-14.

15 Τι έκανε η Ρουθ; Τα επιχειρήματα της Ναομί ίσχυαν και για εκείνη. Ωστόσο, διαβάζουμε: «Η δε Ρουθ προσκολλήθηκε σε αυτήν». Πιθανώς η Ναομί είχε ξαναρχίσει να περπατάει όταν πρόσεξε ότι η Ρουθ την ακολουθούσε. Προσπάθησε να της αλλάξει γνώμη, λέγοντας: «Δες! Η χήρα συννυφάδα σου επέστρεψε στο λαό της και στους θεούς της. Επίστρεψε και εσύ μαζί με τη συννυφάδα σου». (Ρουθ 1:15) Τα λόγια της αποκαλύπτουν μια σημαντική λεπτομέρεια στον αναγνώστη. Η Ορφά δεν είχε επιστρέψει μόνο στο λαό της, αλλά και «στους θεούς της». Δεν την πείραζε να συνεχίσει να λατρεύει τον Χεμώς και άλλους ψεύτικους θεούς. Άραγε έτσι έβλεπε τα πράγματα και η Ρουθ;

16-18. (α) Πώς εκδήλωσε η Ρουθ όσια αγάπη; (β) Τι μαθαίνουμε από τη Ρουθ για την όσια αγάπη; (Βλέπε επίσης τις εικόνες των δύο γυναικών.)

16 Καθώς η Ρουθ κοιτούσε τη Ναομί σε εκείνον τον ερημικό δρόμο, δεν αμφιταλαντευόταν, ήταν βέβαιη για τα αισθήματά της. Η καρδιά της ξεχείλιζε από αγάπη για τη Ναομί​—και για τον Θεό που υπηρετούσε εκείνη. Γι’ αυτό, είπε: «Μη με παρακαλείς να σε εγκαταλείψω, να πάψω να σε συνοδεύω· γιατί όπου πας εσύ θα πάω και εγώ, και όπου διανυκτερεύσεις εσύ θα διανυκτερεύσω και εγώ. Ο λαός σου θα είναι λαός μου, και ο Θεός σου, Θεός μου. Όπου πεθάνεις εσύ θα πεθάνω και εγώ, και εκεί θα θαφτώ. Έτσι να κάνει ο Ιεχωβά σε εμένα και έτσι να προσθέσει σε αυτό, αν κάτι άλλο εκτός από το θάνατο με χωρίσει από εσένα».​—Ρουθ 1:16, 17.

«Ο λαός σου θα είναι λαός μου, και ο Θεός σου, Θεός μου»

17 Τα μνημειώδη λόγια της Ρουθ έχουν επιζήσει ύστερα από τόσα χρόνια, αντηχώντας από τα βάθη 30 περίπου αιώνων. Αποκαλύπτουν θαυμάσια μια έξοχη ιδιότητα, την όσια αγάπη. Η αγάπη της Ρουθ ήταν τόσο ισχυρή και όσια ώστε θα παρέμενε αχώριστη σύντροφος της Ναομί οπουδήποτε πήγαινε εκείνη. Μόνο ο θάνατος θα τις χώριζε. Ο λαός της Ναομί θα γινόταν και δικός της, εφόσον ήταν διατεθειμένη να αφήσει πίσω ό,τι ήξερε και δεν ήξερε στον Μωάβ​—ακόμη και τους θεούς των Μωαβιτών. Αντίθετα με την Ορφά, η Ρουθ μπορούσε να πει ολόκαρδα ότι ήθελε για Θεό της τον Θεό της Ναομί, τον Ιεχωβά. *

18 Συνέχισαν, λοιπόν, πια ολομόναχες το μακρύ ταξίδι προς τη Βηθλεέμ, το οποίο υπολογίζεται ότι ίσως κράτησε μια ολόκληρη εβδομάδα. Αναμφίβολα, όμως, η καθεμιά έβρισκε παρηγοριά για τη θλίψη της στη συντροφιά της άλλης.

19. Πώς νομίζετε ότι μπορούμε να μιμούμαστε την όσια αγάπη της Ρουθ στην οικογένειά μας, στις φιλίες μας και στην εκκλησία;

19 Η θλίψη περισσεύει στο σημερινό κόσμο. Στους καιρούς μας, τους οποίους η Αγία Γραφή αποκαλεί “καιρούς κρίσιμους, δύσκολους στην αντιμετώπισή τους”, βιώνουμε κάθε λογής απώλειες καθώς και θλίψη. (2 Τιμ. 3:1) Επομένως, η ιδιότητα που συναντούμε στη Ρουθ είναι πιο σημαντική από ποτέ. Η όσια αγάπη​—η αγάπη που προσκολλάται σε κάτι και αρνείται να το αφήσει—​αποτελεί ισχυρή επιρροή προς το καλό σε αυτόν το σκοτεινό κόσμο. Τη χρειαζόμαστε στο γάμο, στις οικογενειακές σχέσεις, στις φιλίες και στη Χριστιανική εκκλησία. (Διαβάστε 1 Ιωάννη 4:7, 8, 20) Καλλιεργώντας τέτοια αγάπη, μιμούμαστε το έξοχο παράδειγμα της Ρουθ.

Η Ρουθ και η Ναομί στη Βηθλεέμ

20-22. (α) Πώς είχε αλλάξει τη Ναομί η ζωή της στον Μωάβ; (β) Ποια εσφαλμένη άποψη είχε η Ναομί για τα βάσανά της; (Βλέπε επίσης Ιακώβου 1:13.)

20 Φυσικά, άλλο είναι να εκφράζει κάποιος με λόγια όσια αγάπη και εντελώς άλλο να τη δείχνει με έργα. Η Ρουθ είχε τώρα την ευκαιρία να δείξει την όσια αγάπη της, όχι μόνο για τη Ναομί, αλλά και για τον Θεό που είχε επιλέξει, τον Ιεχωβά.

21 Οι δυο γυναίκες έφτασαν τελικά στη Βηθλεέμ, μια τοποθεσία περίπου 10 χιλιόμετρα νότια της Ιερουσαλήμ. Η Ναομί και η οικογένειά της πρέπει να ήταν άλλοτε εξέχοντα πρόσωπα σε αυτή την κωμόπολη, γιατί βούιξε ο τόπος από την είδηση του γυρισμού της. Οι ντόπιες την κοίταζαν απορημένες και έλεγαν: «Αυτή είναι η Ναομί;» Φαίνεται ότι είχε γυρίσει από τον Μωάβ αγνώριστη. Τόσα χρόνια ταλαιπωρίας και θλίψης είχαν αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στο πρόσωπο και στο παρουσιαστικό της.​—Ρουθ 1:19.

22 Σε εκείνες τις συγγενείς και τις παλιές γειτόνισσες, η Ναομί φανέρωσε πόσο πικρή είχε γίνει η ζωή της. Μάλιστα, θεωρούσε ότι το όνομά της έπρεπε να αλλάξει από Ναομί, δηλαδή «Η Τερπνότητά Μου», σε Μαρά, δηλαδή «Πικραμένη». Η καημένη η Ναομί! Όπως ο Ιώβ παλιότερα, έτσι και εκείνη πίστευε ότι για τα βάσανά της ευθυνόταν ο Ιεχωβά Θεός.​—Ρουθ 1:20, 21· Ιώβ 2:10· 13:24-26.

23. Τι άρχισε να σκέφτεται η Ρουθ, και ποια διάταξη περιείχε ο Μωσαϊκός Νόμος για τους φτωχούς; (Βλέπε επίσης υποσημείωση.)

23 Καθώς οι δυο γυναίκες εξοικειώνονταν με τη ζωή στη Βηθλεέμ, η Ρουθ άρχισε να σκέφτεται ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος για να φροντίσει τον εαυτό της και τη Ναομί. Έμαθε ότι ο Νόμος που είχε δώσει ο Ιεχωβά στο λαό του, τον Ισραήλ, περιείχε μια στοργική διάταξη για τους φτωχούς. Επιτρεπόταν να πηγαίνουν στους αγρούς κατά το θερισμό και να ακολουθούν τους θεριστές, σταχυολογώντας ό,τι απέμενε, καθώς και ό,τι φύτρωνε στις άκρες και στις γωνίες των αγρών. *​—Λευιτ. 19:9, 10· Δευτ. 24:19-21.

24, 25. Τι έκανε η Ρουθ όταν βρέθηκε τυχαία στους αγρούς του Βοόζ, και πώς γινόταν η σταχυολόγηση;

24 Ήταν ο καιρός που θέριζαν το κριθάρι, πιθανότατα Απρίλιος σύμφωνα με το σημερινό ημερολόγιο, και η Ρουθ πήγε στους αγρούς για να δει ποιος θα την άφηνε να εργαστεί με βάση τη διάταξη περί σταχυολόγησης. Βρέθηκε τυχαία στους αγρούς του Βοόζ, ενός εύπορου γαιοκτήμονα και συγγενή του νεκρού συζύγου της Ναομί, του Ελιμέλεχ. Μολονότι ο Νόμος τής έδινε το δικαίωμα να σταχυολογήσει, εκείνη δεν το θεώρησε ως κάτι δεδομένο. Γι’ αυτό, ζήτησε την άδεια από το νεαρό επιστάτη των θεριστών. Μόλις την πήρε, στρώθηκε στη δουλειά.​—Ρουθ 1:22–2:3, 7.

25 Φανταστείτε τη Ρουθ να ακολουθεί τους θεριστές. Καθώς εκείνοι έκοβαν το κριθάρι με τα πυρολιθικά δρεπάνια τους, αυτή έσκυβε για να περισυλλέξει ό,τι τους έπεφτε ή ό,τι άφηναν πίσω. Μετά, δεμάτιαζε τα στάχυα και τα μετέφερε στο σημείο όπου αργότερα θα τα κοπάνιζε για να μαζέψει τους σπόρους. Επρόκειτο για αργή, κοπιαστική εργασία, και όσο πλησίαζε το μεσημέρι γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Η Ρουθ, όμως, συνέχισε άοκνα, σταματώντας μόνο για να σκουπίσει τον ιδρώτα από το μέτωπό της και να φάει ένα λιτό γεύμα στο «σπίτι»​—πιθανότατα ένα σκιερό υπόστεγο για τους εργάτες.

Η Ρουθ έκανε πρόθυμα σκληρή, ταπεινή εργασία για να συντηρήσει τον εαυτό της και τη Ναομί

26, 27. Τι άνθρωπος ήταν ο Βοόζ, και πώς συμπεριφέρθηκε στη Ρουθ;

26 Προφανώς, η Ρουθ ούτε έλπιζε ούτε περίμενε να την προσέξουν, και όμως κάποιος την πρόσεξε. Ο Βοόζ την είδε και ρώτησε το νεαρό αρχιεργάτη ποια ήταν. Ως εξαιρετικός άνθρωπος πίστης, ο Βοόζ χαιρετούσε τους εργάτες του​—μερικοί από τους οποίους ίσως ήταν μεροκαματιάρηδες ή και αλλοεθνείς—​λέγοντας: «Ο Ιεχωβά να είναι μαζί σας». Και εκείνοι ανταπέδιδαν το χαιρετισμό. Αυτός ο πνευματικός ηλικιωμένος άντρας έδειξε πατρικό ενδιαφέρον για τη Ρουθ.​—Ρουθ 2:4-7.

27 Αποκαλώντας την «κόρη μου», τη συμβούλεψε να εξακολουθήσει να πηγαίνει στους αγρούς του για σταχυολόγηση και να μένει κοντά στις κοπέλες του σπιτικού του ώστε να μην την παρενοχλήσει κάποιος εργάτης. Φρόντισε να υπάρχει φαγητό για αυτήν την ώρα του γεύματος. (Διαβάστε Ρουθ 2:8, 9, 14) Προπαντός, όμως, δεν παρέλειψε να την επαινέσει και να την ενθαρρύνει. Γιατί;

28, 29. (α) Τι φήμη είχε η Ρουθ; (β) Πώς μπορείτε να βρείτε καταφύγιο στον Ιεχωβά όπως η Ρουθ;

28 Όταν η Ρουθ ρώτησε τον Βοόζ πώς αυτή, μια αλλοεθνής, είχε κερδίσει την καλοσύνη και την εύνοιά του, εκείνος απάντησε ότι είχε ακούσει όλα όσα είχε κάνει για την πεθερά της, τη Ναομί. Πιθανότατα, η Ναομί είχε παινέψει την αγαπημένη της Ρουθ στις γυναίκες της Βηθλεέμ, και τα νέα είχαν φτάσει στα αφτιά του. Ήξερε επίσης ότι η Ρουθ είχε στραφεί στη λατρεία του Ιεχωβά, επειδή είπε: «Είθε ο Ιεχωβά να ανταμείψει τον τρόπο με τον οποίο ενεργείς και είθε να υπάρξει για εσένα τέλειος μισθός από τον Ιεχωβά τον Θεό του Ισραήλ, κάτω από τις φτερούγες του οποίου ήρθες να ζητήσεις καταφύγιο».​—Ρουθ 2:12.

29 Πόσο πρέπει να ενθάρρυναν τη Ρουθ αυτά τα λόγια! Πράγματι, είχε αποφασίσει να βρει καταφύγιο κάτω από τις φτερούγες του Ιεχωβά Θεού, όπως ένα πουλάκι κουρνιάζει με ασφάλεια δίπλα στον προστατευτικό του γονέα. Ευχαρίστησε τον Βοόζ που της μίλησε τόσο καθησυχαστικά. Συνέχισε δε να εργάζεται ώσπου βράδιασε.​—Ρουθ 2:13, 17.

30, 31. Τι μαθαίνουμε από τη Ρουθ για την εργατικότητα, την εκτίμηση και την όσια αγάπη;

30 Η έμπρακτη πίστη της Ρουθ αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα για όλους εμάς σήμερα που αγωνιζόμαστε να τα βγάλουμε πέρα σε αυτούς τους οικονομικά δύσκολους καιρούς. Η Ρουθ δεν πίστευε ότι οι άλλοι της χρωστούσαν κάτι, γι’ αυτό εκτιμούσε οτιδήποτε της πρόσφεραν. Δεν ντρεπόταν να εργάζεται σκληρά επί ώρες για να φροντίσει ένα άτομο που αγαπούσε, έστω και αν η εργασία ήταν ταπεινή. Δέχτηκε με ευγνωμοσύνη και εφάρμοσε μια σοφή συμβουλή σχετικά με το πώς να εργάζεται σε ασφαλές και καλό περιβάλλον. Πρωτίστως, δεν ξέχασε ποτέ ποιος ήταν το πραγματικό της καταφύγιο​—ο προστατευτικός της Πατέρας, ο Ιεχωβά Θεός.

31 Αν δείχνουμε όσια αγάπη όπως η Ρουθ και ακολουθούμε το παράδειγμά της όσον αφορά την ταπεινοφροσύνη, την εργατικότητα και την εκτίμηση, θα διαπιστώσουμε ότι και η δική μας πίστη θα αποτελεί ωφέλιμο παράδειγμα για άλλους. Πώς, όμως, κάλυψε ο Ιεχωβά τις ανάγκες της Ρουθ και της Ναομί; Αυτό θα το εξετάσουμε στο επόμενο κεφάλαιο.

^ παρ. 17 Ας σημειωθεί ότι η Ρουθ δεν χρησιμοποίησε μόνο τον απρόσωπο τίτλο «Θεός», όπως θα έκαναν πολλοί αλλοεθνείς, αλλά και το προσωπικό όνομα του Θεού, Ιεχωβά. Η Βίβλος του Ερμηνευτή (The Interpreter’s Bible) σχολιάζει: «Ο συγγραφέας τονίζει έτσι ότι αυτή η αλλοεθνής ακολουθεί τον αληθινό Θεό».

^ παρ. 23 Επρόκειτο για αξιοθαύμαστο νόμο, ασφαλώς πρωτόγνωρο σε σχέση με ό,τι ήξερε η Ρουθ στην πατρίδα της. Στην αρχαία Εγγύς Ανατολή, οι χήρες είχαν κακή αντιμετώπιση. Κάποιο σύγγραμμα παρατηρεί: «Όταν μια γυναίκα έμενε χήρα, συνήθως τη συντηρούσαν οι γιοι της. Αν δεν είχε γιους, ίσως αναγκαζόταν να πουλήσει τον εαυτό της ως δούλη ή να καταφύγει στην πορνεία για να μην πεθάνει».